- ξεθολώνω
- 1. μετ. очищать, делать прозрачным (жидкость);2. αμετ. отстаиваться (о жидкости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεθολώνω — ξεθολώνω, ξεθόλωσα, ξεθολωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεθολώνω — 1. καθιστώ διαυγές κάτι που πριν ήταν θολό, διαυγάζω 2. γίνομαι διαυγής από θολός («ξεθόλωσε το κρασί) 3. μτφ. ξεζαλίζομαι … Dictionary of Greek
ξεθολώνω — ξεθόλωσα, ξεθολώθηκα, ξεθολωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από θολό να γίνει καθαρό, διαυγές. 2. αμτβ., γίνομαι καθαρός, διαυγής: Ξεθόλωσε το νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)